- συντομία
- 1) bref2) brièveté
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συντομία — συντομίᾱ , συντομία conciseness fem nom/voc/acc dual συντομίᾱ , συντομία conciseness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίᾳ — συντομίαι , συντομία conciseness fem nom/voc pl συντομίᾱͅ , συντομία conciseness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομία — η 1. βραχύτητα χρόνου, οικονομία χρόνου: Για συντομία πήγε από το μονοπάτι. 2. βραχυλογία: Εκφράζεται με συντομία και ακρίβεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομία — η, ΝΜΑ [σύντομος] 1. η ιδιότητα τού συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.) 2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής νεοελλ. 1. βραχυλογία 2. φρ. α) «χάριν συντομίας» για… … Dictionary of Greek
συντόμια — συντόμιον tessera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίας — συντομίᾱς , συντομία conciseness fem acc pl συντομίᾱς , συντομία conciseness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίαι — συντομία conciseness fem nom/voc pl συντομίᾱͅ , συντομία conciseness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντομίαν — συντομίᾱν , συντομία conciseness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίαν — συντομίᾱν , συντομία conciseness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek